- ξεποδάριασμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ξεποδαριάζω, υπερβολική κούραση των ποδιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεποδάριασμα — το [ξεποδαριάζω] μεγάλη κούραση από ποδαρόδρομο … Dictionary of Greek